|
притворяться глухим #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово притворяться глухим? — εθελοκωφώ как с (ново)греческого переводится слово εθελοκωφώ? — притворяться глухим — αψίκορος — διόπτρα — αβλασφήμητος — πρωτολούβια — τυφλός — μιμική — επισφράγιση — λουκουματζής — αδαμαντόδετος — ακρόρριζο — δυσώδης — κρεατής — μαμμά — υπέρτονος — μαλακούλης — λιβόνοτος — αστρέβλωτος — ωραιότατα — καστανόχρους — πορεία — πολυβασανισμένος |
|||
|