|
притворяться глухим #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово притворяться глухим? — εθελοκωφώ как с (ново)греческого переводится слово εθελοκωφώ? — притворяться глухим — ανεκτίμητος — μεθυλικός — οπλοβομβιστής — βαλσάρω — τροχείον — αχερόσκοινο — τενεκετζής — υποτρέμω — επισκεπτήριος — μουρμουρητό — δισκαφίζω — αεροκοπανίζω — συμβολικά — Αργεντινέζος — αλεξήνεμον — τσινιάρης — περμανάντ — αγκαλιά — διγλωσσία — αμεριμνησία — χηρειά |
|||