Новогреческий словарь
δεινοποίησις
δεινοποίησις
(-εως) η
драматизация
(событий и т. п.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
драматизация
? —
δεινοποίησις
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεινοποίησις
? — драматизация
#
(ново)греческий словарь
—
δαιμονιώδης
—
αμπάρωμα
—
γλύκανση
—
διαιρέσιμος
—
ευσέβεια
—
εξαστισμός
—
αδιαπότιστος
—
ασυλλογισία
—
παλινδρομικώς
—
στενόψηχος
—
σπανομαρία
—
βιβλιογραφία
—
κακόφωνος
—
φρούσι
—
ξεκουφαίνω
—
εξαχρειώνω
—
έγκαιρος
—
μυροφόρος
—
αμφίκαμπτος
—
μισερεύω
—
έστωντας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве