Новогреческий словарь
αμμωνιακός
αμμωνιακός
аммиачный
;
~όν άλας — нашатырный спирт; нашатырь (разг.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
аммиачный
? —
αμμωνιακός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμμωνιακός
? — аммиачный
#
(ново)греческий словарь
—
αμαξόδρομος
—
χαλκείο
—
μαία
—
κεκανονισμένος
—
αυθάδικο
—
φαμελίτισσα
—
πτητικότητα
—
εκτινάσσομαι
—
χιουμορίστας
—
δωδεκάμισυ
—
ρωσικός
—
Πολωνικός
—
εμβολή
—
αλληλοεπηρεαζόμενος
—
βαοβάβ
—
τοιχοποιία
—
αντιγνωμία
—
δεξύς
—
λεονταρής
—
δισεξάδελφος
—
επιφώνημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве