|
το углубление, впадина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово углубление? — κοίλιασμα как на (ново)греческом будет слово впадина? — κοίλιασμα как с (ново)греческого переводится слово κοίλιασμα? — углубление, впадина — κακοπέραση — αφέλκω — κοινοβιότης — παραφυλάω — κυλιέμαι — μεσοοράνισμα — αναφάντης — ζώσιμο — δαντελλάδικο — ανεμογεννήτρια — κοπρόστομος — ξόρκισμα — εγκαιρόττιτα — θαιρός — χαλκοσίνης — ἡττάομαι — στόφα — δραγόνος — απανταχού — ιωδιούχος — ξανθοφύλλη |
|||