|
режущий, острый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово режущий? — κοφτερός как на (ново)греческом будет слово острый? — κοφτερός как с (ново)греческого переводится слово κοφτερός? — режущий, острый — ποταμοπλοΐα — διαχειρίζομαι — χείμεθλον — δετικά — θεοκατάρατος — πυρπολικό — ανεμομάζωχτος — σατινάρω — επαγωγή — ασκούμενος — κατάλληλα — κομμούνα — συνταξιοδοτικός — δολίευση — αποπτύω — περίγλυφος — εντροπιάρης — αλμυρός — αλάκερος — ευρύγναθος — ξενητεμένος |
|||