Новогреческий словарь
κιτρινάδι
κιτρινάδι
το 1)
жёлтое пятно
;
2)
желток
(яйца)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жёлтое пятно
? —
κιτρινάδι
как на
(ново)греческом
будет слово
желток
? —
κιτρινάδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
κιτρινάδι
? — жёлтое пятно, желток
#
(ново)греческий словарь
—
διατριβή
—
σανιδοειδής
—
μπαταχτσής
—
δαγκαμασιά
—
διάλυση
—
σκόρ
—
μετακομιστικός
—
λαχανοπώλης
—
πολλαπλασιαστικός
—
υποχώρηση
—
αφιλότεχνος
—
υγροσχαστικός
—
σπαθιστής
—
υπέδαφος
—
υποδεκάλιτρο
—
τρελέγκω
—
λόβιον
—
δενδρόκηπος
—
λιγνίνη
—
καθεμέρα
—
εγκλείστρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве