|
η автоторможение; μηχανισμός ~ης — автотормоз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автоторможение? — αυτοπέδηση как с (ново)греческого переводится слово αυτοπέδηση? — автоторможение — γλίνη — γνωμικό — κατοχικός — αβαρεσιά — αχυροσκεπής — βιβλιογράφος — φυσερό — ανάλλαγος — κλάδα — εγγράφω — κάστρο — σφένδαμνος — γυαλιστός — ξανατύπωμα — βεργίζω — ψυχοπαιδαγωγικός — μολονότι — αρριβίστρια — άχυρο — μακροκατοληξία — τυμβωρυχία |
|||