|
необъятный, огромный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово необъятный? — ατρίγυρος как на (ново)греческом будет слово огромный? — ατρίγυρος как с (ново)греческого переводится слово ατρίγυρος? — необъятный, огромный — χαμπαρίζω — αραμπατζής — νεκροφιλία — διακομίζω — ποιητική — νανισμός — ελεήμων — συνειδητοποιούμαι — καρβελάκι — αυτοκατάκριτος — βάλανος — αυτοδιοίκητος — προφτάνω — αρατίζομαι — τεταμένος — βιβλιοκριτική — επαμειβόμενος — στούκας — αργεντίνα — μαυροκίτρινος — περιστεριδεύς |
|||