|
успокаивающий, успокоительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово успокаивающий? — καταπαυστικός как на (ново)греческом будет слово успокоительный? — καταπαυστικός как с (ново)греческого переводится слово καταπαυστικός? — успокаивающий, успокоительный — μπερδεύω — μονάστρια — δημηγορία — εμπορικό — μάργωμα — καταβρεκτήρ — διψασμένος — τρισμακάριστος — σπονδυλωτά — τουλουμπάρω — ανθιδρωτικός — τολμώμαι — δαχτυλάκι — μαλαιασμένος — βαμβακόσπορος — θερμασιά — μουζεβίρισσας — συνελών — παρεστώς — αγαργάλητος — διάβρεξις |
|||