|
το привитое дерево #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово привитое дерево? — μεροδέντρι как с (ново)греческого переводится слово μεροδέντρι? — привитое дерево — ταξιδιωτικός — απούλητος — ζάρω — ιπποδρόμιο — βέβαια — ρυμούλκα — σερβιτόρος — αρχειοφυλακείο — ανελλιπής — αποκένωμα — ιδιωτεία — θεραπευτικός — αγδίκητος — βόμβυκας — εύχρηστος — αρμοστεία — ασύντακτα — μπουσουλώ — αργοβάδιστος — κοπτική — ζωντανότητα |
|||