|
колеблющий, качающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колеблющий? — ταλαντευτικός как на (ново)греческом будет слово качающий? — ταλαντευτικός как с (ново)греческого переводится слово ταλαντευτικός? — колеблющий, качающий — διοφθαλμικός — ξετυλίγομαι — πελεκάω — άσσος — επεπήχθην — αβανγκαρντιστής — σταφιδίνη — μαγγανησιούχος — ακουαρέλλα — αντιπροσαγόρευσις — γρύ — σιδεράδικο — σημαινόμενο — ανεπιβεβαίωτος — μπούχτισμα — ταξιτζίνα — ανόφθαλμος — σκάρτος — κοκκωτός — γιομ- — ταμπακέρα |
|||