Новогреческий словарь
χύδην
χύδην
:
~ όχλος или ~ λαός — презр. чернь, толпа, сброд
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χύδην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καλοναρχώ
—
κηπουρική
—
σκαπουλάρισμα
—
ουτοπιστής
—
λοξεύω
—
μαλαχτικός
—
σμιχτοφρύδα
—
πραγματογνωσία
—
κυτταρογενετιστής
—
ροΐ
—
μπαρουτόσκαγα
—
αθλούμαι
—
νηματουργικός
—
δακτυλογραφώ
—
πάγιος
—
ηδύγευστος
—
κρυόμπλαστρο
—
δεματώνω
—
σκοτεινάδα
—
πολυκαρπία
—
χήνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве