|
(-άδος) η неделя; μεγάλη ~ — страстная неделя; καθαρά ~ — первая неделя великого поста #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неделя? — εβδομάς как с (ново)греческого переводится слово εβδομάς? — неделя — διαγράμμισμός — αποκηρύσσω — μονόζυγο — εφτάστερος — συγκατοικία — κάμπτω — άοκνος — γκολέττα — νέφος — αδικοβγάλτρια — ορφανός — βαρυστομαχιά — αργασμα — μπεζεβέγκης — οδοντοϊατρείο — ανθοστεφανώνω — ευρύχωρος — γυφτουριά — υπέρλεπτος — φωταγωγικός — ανδροχορίστρια |
|||