|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άκομψα? — — γιδότοπος — αμφιρρεπής — δομική — νεφραλγία — ξοδιάστρα — μακροκατάληκτος — τσουτσουνόβεργα — συνοδηγός — ανάρμεγος — μανιφέστο — αναθεωρήσιμος — πτυάριον — σκύλινος — βρογχοσκόπηση — νέγρικος — μετατίθημι — πασσαπόρτι — βροχόπτωση — σιλό — συμβιώνω — χρονόμετρο |
|||