|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δροσισμένος? — — λιβοζέφυρος — λόξα — απλουτος — αυτογένεια — πεδικλώνομαι — αγριοπούλι — μηχανισμός — σταδιοδρομία — αλεύρωμα — φαρμακώνω — μηδενικός — ανακατανέμω — παλαιοντολογικός — βυσσινύς — πολυζήλευτος — αμαγείρευτος — βαπόρια — ξεπροβοδάω — καίγω — σταφιδέμπορος — αντίπραξη |
|||