Новогреческий словарь
μόδα
μόδα
η
мода
;
τής ~ς — модный
;
είναι τής ~ς — [phrase]это сейчас в моде[/phrase]
;
πέρασε η ~ του — [phrase]это уже вышло из моды[/phrase]
;
παρακολουθώ τή ~ — следить за модой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мода
? —
μόδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μόδα
? — мода
#
(ново)греческий словарь
—
σιγανοψιχάλα
—
αισθηματίας
—
εγχυτήρ
—
υπάλληλος
—
όπερα
—
συνευθύνομαι
—
αντεπαναστάτης
—
ύπερον
—
αντεμετικό
—
αδιάστικτος
—
αριστεροχέρα
—
παιγνιώδης
—
πουλάκι
—
Ουρανός
—
μπάσσο
—
τερατογένεση
—
άπορος
—
μανιοκατάθλιψη
—
εσχαρώδης
—
κωλάκι
—
γλυκοβαρώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве