|
η отвод (воды, электричества) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отвод? — παροχέτευση как с (ново)греческого переводится слово παροχέτευση? — отвод — μαυροκέφαλος — δευτεριάτικος — υπόθεμα — ελεφαντώδης — αμμωνοειδή — σουρίζω — σέσκουλο — αλλόδοξος — δενδροκομία — αποπλύνω — φλύαρος — ασπρισμα — αδιάφθορος — γνωμολογία — φρυγανώδης — βραχυκύκλωση — φυσιολογικά — γλυκοσφίγγω — καγκελλώνω — διαλογιομαι — λιμπρέττο |
|||