|
η кисет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кисет? — καπνοσακκούλα как с (ново)греческого переводится слово καπνοσακκούλα? — кисет — πλεονεκτικότητα — ερυσίβη — επιλήψιμα — γλαφυρά — δελεαστικότητα — αυθύπαρκτος — ρόφημα — διομολογώ — ακυβερνησία — απογειώνομαι — θώρακας — πρόσφυγας — αδιακλάδωτος — ξανάνιωμα — άφθορος — νεραντζάκι — αντρειά — καθολικά — καφενείο — αναγουλιάζω — ομοιοστασία |
|||