|
мужицкий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужицкий? — μουζίκικος как с (ново)греческого переводится слово μουζίκικος? — мужицкий — κατιών — κεφαλόβρυση — παράσταση — παρωρίτης — αντίφαση — δερματολογικός — σύσταση — μπακίρωμα — χασμουρώμαι — πολυπειρία — τοιχόχαρτο — βραχύβιος — ηλεκτρικό — μουστόγρια — άμαθος — ματαβάζω — σπαθοφόρος — εγκαταλειμμένος — δεκαοχταετία — μεσίτις — αξιοτίμητος |
|||