|
скакать, галопировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скакать? — διποδίζω как на (ново)греческом будет слово галопировать? — διποδίζω как с (ново)греческого переводится слово διποδίζω? — скакать, галопировать — τουμπέρνω — γαύρα — αηδονάκι — γαμιάς — αμυσταγώγητος — αποπλύνω — ίππευση — ανακαταλαμβάνω — δασύφυλλος — ηθογραφία — συναρθρώνω — πορτοκαλί — πατάτα — δίυγρος — ημιμαθής — στροφείο — κατρουλιό — σάλτσα — αλλαντοποιία — επιτηδεύω — αγιοβασιλιάτικος |
|||