Новогреческий словарь
πλουτολογικός
πλουτολογικός
относящийся к политической экономии
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к политической экономии
? —
πλουτολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλουτολογικός
? — относящийся к политической экономии
#
(ново)греческий словарь
—
στεφάνιο
—
εξειλιγμένος
—
καταπίστευση
—
εκλέγεσθαι
—
αναβλητέος
—
ωτοπαθολογικό
—
αργοπληρώτρα
—
εκποδών
—
παράταιρος
—
ανάπιασμα
—
ακριβοτάιστος
—
εικονομαχία
—
φουρνίρισμα
—
κουνέλα
—
αεροσταθμώ
—
άρρυθμος
—
μεγαθήριο
—
εμπυηματικός
—
συμβιβάζω
—
αντιληπτός
—
αφόρηγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве