Новогреческий словарь
πολυφασικός
πολυφασικός
тех.
многофазный
;
~ό ρεύμα — многофазный ток
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
многофазный
? —
πολυφασικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολυφασικός
? — многофазный
#
(ново)греческий словарь
—
ημεραλωπία
—
πλειοψηφών
—
άγρυπνα
—
εναντιόμορφος
—
ορνιθοκομείο
—
μοναστηρήσιος
—
επίκαμψη
—
μάτι
—
τροκάνα
—
ορειβατικός
—
μπούκλα
—
προβοδώ
—
πλεονασματικός
—
μικρόχορος
—
γιωματίζω
—
βρεφοκομικός
—
αλλακτικός
—
ευτυχισμένος
—
πεντικιούρ
—
πρασόσουπα
—
υπερχρονίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве