Новогреческий словарь
ενετήρ
ενετήρ
(-ήρος) ο 1) мед.
клизма
;
2) тех.
маслёнка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
клизма
? —
ενετήρ
как на
(ново)греческом
будет слово
маслёнка
? —
ενετήρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
ενετήρ
? — клизма, маслёнка
#
(ново)греческий словарь
—
εγκληματολογία
—
εξαγορευτής
—
ανθοβολία
—
ξανατύπωμα
—
καμπανιά
—
χαλίκωμα
—
απόφραξη
—
νταμάδος
—
αστραποβροντώ
—
μέθεξη
—
ουράνιο
—
ασύφταγος
—
τετράπραχτος
—
αλίμαχτος
—
ερρινος
—
ελάτη
—
ακετυλενικός
—
γουστόζος
—
ηλεκτροδιαγνωστική
—
προοίμιο
—
γυναικοφέρσιμο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве