Новогреческий словарь
κεντρόφύξ
κεντρόφύξ
центробежный
;
~ δύναμις — центробежная сила
;
~γες τάσεις — центробежные тенденции
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
центробежный
? —
κεντρόφύξ
как с
(ново)греческого
переводится слово
κεντρόφύξ
? — центробежный
#
(ново)греческий словарь
—
τραγωδιοποιός
—
σφυρίκτρα
—
νερόπλυμα
—
κονιδάρειο
—
εγχειρητικός
—
προπύργιο
—
καθιέρωση
—
ζήλια
—
ελαιοφυτεία
—
περιρραντίζω
—
τσουβάλι
—
ντελήτσα
—
προσήνεμα
—
παραλληλεπίπεδο
—
υπόξινος
—
άνωση
—
θερμοδοχείον
—
ενόχλημα
—
υπνωτικά
—
μισοχορταίνω
—
επτάχρωμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве