Новогреческий словарь
όπτησις
όπτησις
(-εως) η уст.
жаренье, жарка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жаренье
? —
όπτησις
как на
(ново)греческом
будет слово
жарка
? —
όπτησις
как с
(ново)греческого
переводится слово
όπτησις
? — жаренье, жарка
#
(ново)греческий словарь
—
υποδουλωτής
—
αμφίχειρας
—
κούρασμα
—
αφθονώ
—
μοσχοστουβιά
—
ονοχοκόπτης
—
καλλιεπής
—
μυθοπλαστία
—
πλινθίον
—
συμμαζεμένος
—
απλοχεριά
—
αρεστά
—
διαμαγνητικός
—
κουβούκλιο
—
σπάραγμα
—
παρωτίτιδα
—
παρακελευστικός
—
αναγεννήτρα
—
υποφώσκω
—
απογεράζω
—
απομωρώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве