|
апостольский; апостолический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово апостольский? — αποστολικός как на (ново)греческом будет слово апостолический? — αποστολικός как с (ново)греческого переводится слово αποστολικός? — апостольский, апостолический — εύρυθμος — ξετάπωμα — γλαστερός — κότερο — υδροσύρτης — Βερολινέζα — φυγοδικώ — μεθοκόπημα — πορτάρης — αχρώματος — βεβηλωτής — μνημονική — φθονώ — βραχέα — εκτοκαρδία — πορτέλλο — πόρτα — μικροφαράδιο — καστανόσουπα — ακκισμα — δημοσιονομικός |
|||