|
ο кастрюля; κύλισε ο ~ καί βρήκε τό καπάκι — погов. [phrase]два сапога пара; оба хороши, один другого стоит[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кастрюля? — τέντζερες как с (ново)греческого переводится слово τέντζερες? — кастрюля — φαντασιοκοπώ — βρεγμένος — αποστειρωτής — θνητός — βρόγχος — κομπανιαμέντο — στάρπη — μονοκάμαρα — τσάταλο — θερμοσίφωνο — κρυφτούλι — απόκειμαι — σπηλιά — αμυγδαλοειδής — αιματοκρίτης — πηγαδόπετρα — μετάπλασμα — ηλεκτροακουστικός — βαμβακάκι — χιονοσκεπασμένος — κλαυθμών |
|||