|
см. ανοιχτο - #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово -? — ανοικτο- как с (ново)греческого переводится слово ανοικτο-? — - — λιγοήμερος — ασφαλίζω — παγώνι — αργκιλές — παραμάγειρος — λαγκεμένος — αφουγκριέμαι — χωρίστρα — χαλκούργία — ελαφριές — εκρύβην — ομογνωμονώ — εκκύβευση — ασήκισσα — ναυπηγία — φυλαγμένος — ανθοκλώνι — μπαμπαδάκι — μάντις — προϋπηρετώ — ξεζουμίζω |
|||