Новогреческий словарь
σεμινάριο
σεμινάριο
το 1)
семинар
;
2)
семинария
(духовная)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
семинар
? —
σεμινάριο
как на
(ново)греческом
будет слово
семинария
? —
σεμινάριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
σεμινάριο
? — семинар, семинария
#
(ново)греческий словарь
—
ασκάλαβος
—
αμματίζω
—
αετός ο
—
θεουργός
—
επέχω
—
παχύτης
—
γυναικότης
—
καταδύτης
—
βιοκλιματολογία
—
κράτιστος
—
τοιχοκολλώ
—
ξεμασκάλισμα
—
αδαμαντόστικτος
—
ρεμπελιό
—
ορθοχρωματικός
—
μετασεισμικός
—
ποδεσιά
—
προφυλάγω
—
γκριμπός
—
ώ
—
βασίλισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве