Новогреческий словарь
χρεώστις
χρεώστις
(-ιδος) η
должница; дебитор
(фин.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
должница
? —
χρεώστις
как на
(ново)греческом
будет слово
дебитор
? —
χρεώστις
как с
(ново)греческого
переводится слово
χρεώστις
? — должница, дебитор
#
(ново)греческий словарь
—
κλωστοϋφαντήριο
—
φωτογραφική
—
αφεταιρισμός
—
σοκολατύς
—
ανοιγμένος
—
μουνόχειλα
—
αντίσκομα
—
ανοίκιαστος
—
πολίτευμα
—
αλευροπρατήριο
—
λευκόλιθος
—
ιδεοληψία
—
παρηχητικός
—
σιγαροθήκη
—
καραούλι
—
λειψανδρία
—
φρουραρχείο
—
περιπέτεια
—
ενήλικος
—
μαγγάνιο
—
ομοιοτέλευτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве