|
(мн.ч. σέντς) τό цент (монета) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цент? — σέντ как с (ново)греческого переводится слово σέντ? — цент — ησκιώνω — εκφυλλίζω — κυπραίϊκος — ανεμοδούρα — σκάλευμα — ευθεράπεύτος — υπαισθησία — φλεβαρήσιος — άκυρος — Θεόφιλος — αγχέμαχος — γαλέρα — Άμμων — ανεξευγένιστος — παρωπλισμένος — ολόφρεσκος — απέχθεια — αντεισαγγελέος — ναρκώνω — φιλότεκνος — βασανίζομαι |
|||