|
(мн.ч. σέντς) τό цент (монета) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цент? — σέντ как с (ново)греческого переводится слово σέντ? — цент — απαντητικό — ιεράρχης — βραχιόνιος — συναρχία — διπλώτρια — αναζωπύρωση — συστρατιώτης — Αργεντινέζος — αλυσωμένος — απενοχοποιούμαι — προσηγορικό — μητρομανής — προσοφθάλμιος — αμπελικός — μπερτάκι — χίλιοι — καταπιέστρια — παραπαχαίνω — ολιγόστεμα — αλληλοφθονούμαι — στειροχωρίζω |
|||