Новогреческий словарь
νιονιό
νιονιό
το разг.
мозги
;
δέν έχει ντίπ ~ — [phrase]он совсем не соображает[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мозги
? —
νιονιό
как с
(ново)греческого
переводится слово
νιονιό
? — мозги
#
(ново)греческий словарь
—
χαλκοκασσίτερος
—
μάππα
—
κυρός
—
κατάνυξη
—
ενορίτισσα
—
πούτσος
—
παιδοποιία
—
αγκυρώνω
—
άρμεγμα
—
σουφρώνω
—
περιεχόμενο
—
τρόμαγμα
—
ψαροκόκκαλο
—
ψηλάφηση
—
ανεμοφόρητος
—
διερράγην
—
μπαμπούλης
—
άνομος
—
κατειρωνεύομαι
—
παρασημοφορημένος
—
υδατανθρακούχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве