|
путеводный; τό ~ό νήμα — путеводная нить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово путеводный? — οδηγητικός как с (ново)греческого переводится слово οδηγητικός? — путеводный — ένεση — χωρογραφία — γλακώ — κατοχεύς — εκφραστικότητα — χλίανση — μαγεύτρια — απόσταν — ψιλά — αβύζιαγος — άδεια — σκουντώ — αλυγαριά — στασιμότητα — αηδονάκι — έλευση — πηγαδάς — ενθουσιαστικός — μελανόμορφος — φορτωτικά — φειδωλός |
|||