|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινολογημένος? — — ψεκαστήρας — κουλουράς — ρέντα — ροντώ — οπλισμός — διοπύρωση — δουλευτάδικος — ανάπλους — διαμένω — πανηγυρτζής — αποπλύνω — εξανθρωπίζω — τεσσαρακοντούτις — καλαμαροχτάποδα — καθίζω — σχολιαρούδι — φραγκοκλησιά — εκτός — καμινάδα — κρασί — κόσσυφος |
|||