|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καραβοπόντικο? — — ζευγαρίζω — ασύζευκτος — βλάττη — αρχιδούκας — δαμαλιστής — ξυλομετρία — άξυλος — ανενθουσίαστος — λαμπροφόρος — δουλοσύνη — σαύρα — σχισματιά — γαλατομπούρικο — δεκάς — επιδικάζω — αδελφάτο — φυτοφαγία — παρλαπίπας — αιμοστασία — πρωρατεύω — οικοδόμηση |
|||