Новогреческий словарь
λοφάκι
λοφάκι
το
холм, холмик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
холм
? —
λοφάκι
как на
(ново)греческом
будет слово
холмик
? —
λοφάκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
λοφάκι
? — холм, холмик
#
(ново)греческий словарь
—
αμερικανοκρατούμενος
—
νοσοκόμος
—
ποντίκι
—
κοσμοπολίτικος
—
αδιασαφήνιστος
—
κρούσμα
—
τράπουλα
—
τρωγλωδύτισσα
—
αναλφαβητισμός
—
ξεχωνιάζω
—
απλοχωριά
—
προσαύξημα
—
μαγαζιάτορας
—
λέσι
—
ὤνια
—
κραταιός
—
περισταλτικός
—
προσαμμώνω
—
εταιριστής
—
ανίδρωτα
—
καταπληκτικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве