|
το бас (голос) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бас? — μπάσσο как с (ново)греческого переводится слово μπάσσο? — бас — χοχλακίζω — αλλοθιγενής — στιχοποιός — σεισοπυγίς — ραδινός — βόμβυξ — εφυγραίνω — αβούιστος — πειρατικός — αφειδώ — εγωτισμός — γεμιστός — φατσάρω — συνοριακός — ξεμαρκάρω — Ινδονήσιος — ξαναγύρισμα — ψυχικάρης — βλαισότητα — ανόργανος — κραυγαλέος |
|||