|
многолетний; ~ή φυτά — многолетние растения #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово многолетний? — πολυετής как с (ново)греческого переводится слово πολυετής? — многолетний — λά — κοντόσωμος — αγαθό — φτερνίτης — υδάτινος — γκέλα — αποστοματισμός — ψάχνομαι — διοχετεύω — παραχοντραίνω — διάξυσμα — μικροαστή — ταυτίζομαι — ψιλικό — ιδιάζω — μυωπικός — τριπλός — ξεπερνώ — σοσιαλδημοκράτης — άρασμα — απομάζωμα |
|||