|
η мед. ксерофталмия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ксерофталмия? — ξηροφθαλμία как с (ново)греческого переводится слово ξηροφθαλμία? — ксерофталмия — πυρίτιδα — ίο — θερμαίνομαι — αντεράκι — αγορανομία — φώτισμα — εργος — παρατρέπω — ανώμοτος — οικοπεδοποίηση — τεκμηριωτικός — προκινδυνεύω — προνομή — αλευροπόλεμος — ερανιστικός — αστέρητος — τορευτής — παραστράτισμα — μπεκάτσα — δελτάριο — μπορς |
|||