|
месить; перемешивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово месить? — αναζυμώνω как на (ново)греческом будет слово перемешивать? — αναζυμώνω как с (ново)греческого переводится слово αναζυμώνω? — месить, перемешивать — ανάληψη — καλοκαιράκι — πλάσσω — αλληλομαχώ — ρωσοτουρκικός — πηγαινοέρχομαι — ολόσκεπος — αποστόμωση — σιδηρούς — εξηντάρισσα — επιμαρτύρομαι — αγέλαστα — καρκινοπαθής — αυθόρμητα — ενδοκρινικός — επαναφορά — ρηματάκι — φαρμακοδόχος — προσιδιάζω — αλεκτοροειδής — χαρτοπετσετούλα |
|||