Новогреческий словарь
σατιρικός
σατιρικός
1.
сатирический
;
2. (о)
поэт-сатирик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сатирический
? —
σατιρικός
как на
(ново)греческом
будет слово
поэт-сатирик
? —
σατιρικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σατιρικός
? — сатирический, поэт-сатирик
#
(ново)греческий словарь
—
δακρύρροια
—
μεταξύλημα
—
ακαμψία
—
απροφύλαχτος
—
ερατεινός
—
απομαραίνω
—
αδιάνυτος
—
ριπίζω
—
ξαναμωραίνω
—
απελπισμένος
—
ισομέρεια
—
λέλεκας
—
κεραμιδώ
—
αερίζομαι
—
ξεθύμασμα
—
απείσμωτος
—
ηλεκτρομηχανή
—
παροργίζω
—
αναδημοσιεύομαι
—
ερπετοειδής
—
λεμβούχος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве