Новогреческий словарь
βαλλιστικός
βαλλιστικός
I :
βαλλιστικόν άσμα — баллада
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαλλιστικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
διαβολοκόριτσο
—
δινητός
—
ορνιθολογικός
—
φιλικά
—
πινακογλείφτισσα
—
αλεπότρυπα
—
κοντακιά
—
ζυμωτός
—
γιουρούκος
—
κονσερβοποιός
—
τέννυς
—
μεταλλόπλυση
—
περιτονίτιδα
—
βάθυνση
—
λιγουδιάρης
—
αμελέτητο
—
διάστικτος
—
ζελέ
—
φρεάτιος
—
άρρητος
—
καπνοκοπτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве