|
το телеграф (учреждение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово телеграф? — τηλεγραφείο как с (ново)греческого переводится слово τηλεγραφείο? — телеграф — φλέγα — βρεγμένος — γαζής — αρτόκαρπος — αμαξοφόρτωμα — ταρτάρειος — κοντοβολεύω — ψωμίζω — συρικτός — εκφύσηση — χουρμάς — καρμπόν — ανήμερα — ψυχομάντις — μαλακός — διάδοση — αλόγιστος — δενδρύλλιο — ακλήρως — αδασκάλευτος — στημονίζω |
|||