Новогреческий словарь
έπνευσα
έπνευσα
αόρ. от πνέω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
έπνευσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πολιτικομανής
—
αναγορεύομαι διδάκτωρ
—
αψεγάδιαστος
—
τουρκέτης
—
ντουφέκι
—
ανάστερος
—
βάρδα
—
καλαισθησία
—
ερωτοχτυπημένος
—
δέσποτας
—
συγκόπτομαι
—
φρίττω
—
αρμόζων
—
δημοσιολόγος
—
αργασμα
—
ξένα
—
στραγγουλίζω
—
παραπλανάω
—
πέρκα
—
επιδεξιότητα
—
τραυλίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве