Новогреческий словарь
ευερμήνευτος
ευερμήνευτος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευερμήνευτος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μεταξοβιομηχανίο
—
εμπορευματολόγος
—
κεραμιδαριό
—
αλλαξοθωριάζω
—
ύφος
—
καρπαθιανός
—
Αρτεσία
—
επιβραδυντήρας
—
πηγή
—
χασεδένιος
—
παϊδάκι
—
τράνταγμα
—
βλητικότης
—
θειαφοκίτρινος
—
ατλαντικός
—
ναυαρχία
—
σκοτεινούτσικος
—
λήγοντας
—
παραταξιακός
—
δερματολογικός
—
συναρπάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве