|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ευερμήνευτος? — — αίρεση — γαβάρα — ονοματίζω — διαπιστευτήριο — μασκαρεύω — πακεταρισμένος — σωσίβιος — γυναικοκατακτητής — αναισθησία — αλογινός — βρυώδης — ιππηλασία — άβριστος — περδουκλώνω — οινοποιείο — φυματιώδης — αλοθήκι — αλλοπαθητικά — πρόβλεψη — κρυσταλλώνω — άμισχος |
|||