|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λερώνομαι? — — κλαγγάζω — αφροδίσιος — αιμοσφαιρίνη — συρτή — λογοκόπος — αγριομολόχα — μαούνα — παραστράτημα — χωροδικτύωμα — κρασοκανάτα — πυρετωδώς — καφενόβιος — εκτιμήτρια — άβαφος — κολοκύθας — σκατάς — προσπίπτω — εγχείρημα — κατάληξη — δικαιοδότης — αμιγώς |
|||