Новогреческий словарь
σκωληκοτρόφος
σκωληκοτρόφ|ος
ο
шелковод
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шелковод
? —
σκωληκοτρόφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκωληκοτρόφος
? — шелковод
#
(ново)греческий словарь
—
αστεριασμένος
—
έμπορας
—
ακυρωμένος
—
γαιόσακκος
—
ουλορραγία
—
απογευματίζω
—
προσφυής
—
καρπούζι
—
λαδομπογιαντίζομαι
—
μνήμη
—
συμφώνως
—
τυφλογενής
—
σεληνόφωτος
—
τερατοειδής
—
χαλυβδωμένος
—
αιματοκύλισμα
—
σιγώ
—
μύρμηξ
—
δεσμεύομαι
—
συχνοπηγαίνω
—
παστερίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве