|
озёрный; ~οι ιχθύες — озёрная рыба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово озёрный? — λιμναίος как с (ново)греческого переводится слово λιμναίος? — озёрный — αφοριστικός — πλευροκοπικός — συμφοιτητής — βδελυγμός — άρθρωση — ενδοσκοπία — ψηλά — ποδιστά — κουνιέμαι — πυροσβεστικός — βιβλιεμπόρια — εναιωρούμαι — στηρίζω — φαλκιδεύω — ερεισίνωτον — εκπετάλωση — μελάτη — εγγυοδοτώ — κρυψώνα — γκεζερζω — δραχμή |
|||