|
(-ατός) τό печень; === μού κόπηκαν τά ήπατα — [phrase]у меня поджилки затряслись, душа в пятки ушла[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово печень? — ήπαρ как с (ново)греческого переводится слово ήπαρ? — печень — ομαδόν — συγγενόδι — αρπώ — λιόκλαδο — στρατωνίζω — κιβδηλοποιός — αφού — εκάην — βέλασμα — σκοτεινά — γενναιόψυχος — εμπορευματοκιβώτιο — υποθέτω — λοιδορία — μαχητής — ανακρίβεια — διαστάλαξις — εναρμονίζομαι — αναβροτήριον — πλαστούργημα — συντασσόμενος |
|||