|
геод. нивелировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нивелировать? — χωροσταθμώ как с (ново)греческого переводится слово χωροσταθμώ? — нивелировать — αλευρόκολλα — λισγάρι — απορροφούμαι — υψίσυχνος — εξαργυρώνω — αροτρίωση — άνεση — φύσιγξ — κακάκια — ειδημοσύνη — πιστολιά — ηλειακός — παζάρευμα — αντίθρησκος — μεταποιήσιμος — λυγηρός — αποσταθεροποιούμαι — Τουρκάλα — ελευθεροφρονώ — προμαχώνας — υφαρπαγή |
|||